- αυξάνω
- και αυξαίνω και αξαίνω και αύξω (AM αὐξάνω και αὔξω, Μ και αὐξαίνω και ἀξαίνω)1. (μτβ.) μεγαλώνω κάτι, το κάνω περισσότερο από όσο ήταν, το πολλαπλασιάζω2. (αμτβ. με σημ. μέσ.) γίνομαι περισσότερος ή μεγαλύτερος, πληθαίνω, πολλαπλασιάζομαιαρχ.Ι. (μτβ.)1. αυξάνω κάτι σε δύναμη, ενδυμώνω, ενισχύω2. μτφ. τιμώ, δοξάζω, μεγαλύνω με τις πράξεις μου3. εξαίρω, επαινώ, εγκωμιάζω4. (για τους ρήτορες) μεγαλοποιώ, εξογκώνω, υπερβάλλω5. φρ. «αὔξω μέγαν» — τον κάνω μεγάλο, τον κάνω να μεγαλώσει6. (στη Λογική) καταπυκνώ*, συμπυκνώνω σημασιολογικάII. παθ.1. (για παιδιά) μεγαλώνω, ενηλικιώνομαι2. υπερηφανεύομαι, φουσκώνω3. (για τον άνεμο) σηκώνομαι, φυσώ4. φρ. α) «αὔξω ἔμπυρα» — θυσιάζω, ετοιμάζω θυσίαβ) «ό αὐξόμενος λόγος» — σόφισμα, σοφιστεία.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αυξ-άνω (λ. της ιωνικής-αττικής διαλέκτου και νεώτερη) αποτελεί εκφραστικό σχηματισμό < (θ.) αυξ- (βλ. σχηματισμό του αύξω) + -άν-ω (< n), επίθημα που δηλώνει την έκβαση μιας πορείας (εξελίξεως). Σχετικά με την ερμηνεία των αύξω (< *aug-) και του παραλλήλου, ήδη ομηρικού, α(F)έξω (< *aweg-) έχουν προταθεί δύο υποθέσεις. Συγκεκριμένα τα αύξω, α(F)έξω θεωρούνται ότι σχηματίστηκαν αντίστοιχα από τις ρίζες *aug- / *aweg(*aug- ασθενής βαθμίδα του *aweg-) μέσω μιας σιγματικής παρεκτάσεως (-ς: αυγ-σ-) η οποία πιθ. αρχικά ήταν μόνον ενεστωτική. Εξάλλου, σύμφωνα με τις αρχές της λαρυγγικής θεωρίας, υποστηρίζεται ότι οι ανωτέρω τύποι σχηματίστηκαν με βάση ένα εναλλασσόμενο θέμα: *ϑ2ěu-g- (απαθής ρίζα, μηδενισμένο επίθημα) > *aug > αυγ- και *ϑ2w-eg- (μηδενισμένη ρίζα, απαθές επίθημα) > *α-weg- > a-Feγ (πρβλ. παρόμοια εναλλαγή στα αλκή, αλέξω) απ' όπου με σιγματική παρέκταση (μέσω ενός -ς- πιθ. εφετικού) προήλθαν αντίστοιχα τα αύξω, α-Fέξω (α- προθεματικό). Τέλος α(υ)ξαίνω με μεταπλασμό από τον αόρ. του αυξάνω α(ύ)ξησα κατά το σχήμα ωλίσθησα-ολισθαίνω, εσίγησα-σιγαίνω, εκέρδησα-κερδαίνω κ.λπ.). Ανάλογο σχηματισμό με τα αύξω, α(F)έξω εμφανίζουν και τύποι άλλων ινδοευρ. γλωσσώνπρβλ. *aug- > λατ. augea «αυξάνω», λιθ. augti «αναπτύσσομαι» και μεσιγματική παρέκταση, λατ. auxilium «βοήθεια» -*weg-s- > γοτθ. wahsjan (πρβλ. γερμ. wachsen), αρχ. ινδ. vaksayati- «αναπτύσσομαι» κ.ά. Τέλος, ονοματικό σε -ς θέμα εμφανίζεται στα λατ. augur «οιωνοσκόπος», augustus «σεβαστός, μεγαλοπρεπής», αρχ. ινδ. ojas «ισχύς», όπου η ρίζα φέρει θρησκευτική και δικαστική σημασία.ΠΑΡ. αύξηση (Α -ις), αυξητικόςαρχ.αύξη, αυξητέον, αυξητός.ΣΥΝΘ. αυξομειώνω (Α-ώ), επαυξάνω, προσαυξάνωσυναυξάνω, υπεραυξάνωαρχ.αναυξάνω, διαυξάνω, εναυξάνω, συναύξω / εξαύξω, επαύξω, παραύξω, προαύξω, προσαύξω, υπεραύξωνεοελλ.αυξοκύτταρο, αυξομερής].
Dictionary of Greek. 2013.